ταρίχευση
Προφορά
Ετυμολογία
ταρίχευση αρχαία ελληνική ταρίχευσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ταρίχευση
✦ διατήρηση κρεάτων και ψαριών με αλάτισμα, πάστωμα
✦ διαφύλαξη σώματος νεκρού από τη σήψη με φάρμακα, βαλσάμωμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–