ταρίφα
Προφορά
Ετυμολογία
ταρίφα └ιταλ┘tariffa
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ταρίφα
✦ καθορισμός τιμής, διατίμηση: η μικρότερη ταρίφα ήταν τριάντα λίρες (Διδώ Σωτηρίου)
✦ (ειδ. για ταξί) το κατώτατο κόμιστρο που υποχρεωτικά καταβάλλει ο επιβάτης ταξί
✦ το κόστος διαδρομής με ταξί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–