ταράζω
Προφορά
Ετυμολογία
ταράζω αρχαία ελληνική ταράσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ταράζω
✦ ανακατώνω, αναταράζω
✦ (μτφ. ) προκαλώ σύγχυση, αταξία, καταστρέφω τη γαλήνη, την ησυχία κάποιου
✦ (μτφ. ) κάνω κάποιον να υποφέρει, ταλαιπωρώ: μας τάραξε στα γυμνάσια (Γ. Θεοτοκάς)
✦ φρ. ταράζω τα νερά, προκαλώ συζητήσεις και προβληματισμούς γύρω από ένα θέμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ηρεμίζω, γαληνεύω
Επιρρήματα
–