ταπιόκα
Προφορά
Ετυμολογία
ταπιόκα πορτογ. tapioca
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ταπιόκα
✦ αμυλώδης ουσία σε μορφή σκληρών λευκών νιφάδων, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, και παρασκευάζεται από τις ρίζες του ποώδους φυτού των τροπικών περιοχών κασάβα, γνωστού και ως μανιόκα ή γιούτα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–