ταπισερί


ταπισερί
Προφορά

Ετυμολογία
ταπισερί └γαλλ┘ tapisserie

Ερμηνεία
ταπισερί

✦ άκλ. ουσ. πέτασμα υφαντό που αναρτάται σε τοίχο και φέρει διάφορα σχέδια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.