ταπετσάρω


ταπετσάρω
Προφορά

Ετυμολογία
ταπετσάρω └ιταλ┘tappezzare

Ερμηνεία
ρήμα ταπετσάρω

✦ καλύπτω εσωτερικό τοίχο με ειδικό χαρτί, πλαστικό, ξύλο κτλ.: μια μικρή αίθουσα χωρίς κανένα παράθυρο, ταπετσαρισμένη με ξύλο ως κάποιο ύψος (Γ. Σεφέρης)
✦ επενδύω έπιπλα με ύφασμα, δέρμα κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.