ταπείνωση
Προφορά
Ετυμολογία
ταπείνωση αρχαία ελληνική ταπείνωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ταπείνωση
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του ταπεινώνω, ηθική μείωση: καμιά ταπείνωση δεν μπορεί να είναι βαρύτερη από την ηθική πληγή του καλλιτέχνη (Γ. Σεφέρης)
✦ εξευτελισμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–