ταιριασμένος


ταιριασμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ταιριασμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ταιριάζω

Ερμηνεία
ταιριασμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ταιριαστός: ταιριασμένο αντρόγυνο

Συνώνυμα

Αντίθετα
αταίριαστος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.