ταινιωτός


ταινιωτός
Προφορά

Ετυμολογία
ταινιωτός αρχαία ελληνική ρ. ταινιόω-ῶ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ταινιωτός -ή, -ό

✦ ο αποτελούμενος από ταινίες
✦ ο κατασκευασμένος με μορφή ταινίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.