ταίρι
Προφορά
Ετυμολογία
ταίρι μεσαιωνική ελληνική ταίριν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ταίρι
✦ το ένα από τα δύο μέρη ζεύγους: πεταλούδες πετούν ταίρι με ταίρι (Λ. Μαβίλης)
✦ σύντροφος (σύζυγος, εραστής, φίλος κτλ.)
✦ φρ. δεν έχει το ταίρι του, δεν έχει τον όμοιό του, είναι ασυναγώνιστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–