τίτλος


τίτλος
Προφορά

Ετυμολογία
τίτλος μεταγενέστερη ελληνική τίτλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τίτλος

✦ λέξη ή σύντομη φράση που δίνεται ως όνομα σ’ ένα έργο λογοτεχνικό, επιστημονικό κτλ. από τον συγγραφέα του, και που συν. έχει σχέση με το περιεχόμενο του έργου: τίτλος μυθιστορήματος – ποιητικής συλλογής – θεατρικού έργου
✦ λέξη ή σύντομη φράση που δηλώνει το περιεχόμενο μικρότερου τμήματος του έργου: τίτλος κεφαλαίου – παραγράφου
✦ (τυπογρ.) σελίδα στην αρχή του βιβλίου στην οποία αναγράφονται ο τίτλος του βιβλίου, το όνομα του συγγραφέα και του εκδότη, ο χρόνος και ο τόπος έκδοσης
✦ (συνεκδ.) το ίδιο το βιβλίο: εξεδόθησαν πολλοί τίτλοι την προηγούμενη χρονιά
✦ (δημοσιογρ.) λέξη ή φράση, συν. με έντονα, μαύρα γράμματα, που δηλώνει το περιεχόμενο άρθρου εφημερίδας, περιοδικού κτλ.
✦ (κινημ.) το γραπτό τμήμα στην αρχή ταινίας όπου δηλώνονται το όνομά της και οι συντελεστές παραγωγής της
✦ το τμήμα, στην αρχή ή το τέλος, τηλεοπτικής εκπομπής όπου δηλώνονται οι συντελεστές παραγωγής της
✦ ονομασία επιχείρησης, οργάνωσης, ιδρύματος κτλ.
✦ βαθμός ευγενείας: ο τίτλος του κόμη
✦ αξίωμα: ο τίτλος του Προέδρου της Δημοκρατίας
✦ επωνυμία, τιμητική διάκριση για επίδοση σε σπουδές ή άλλες δραστηριότητες: τίτλος του διδάκτορα
✦ τιμητική επωνυμία, προσηγορία: τίτλος του επίτιμου προέδρου
✦ (αθλητ.) νικητής διοργάνωσης: φέρει, κατέκτησε τον τίτλο του πρωταθλητή
✦ (νομ.) έγγραφο αποδεικτικό δικαιώματος ή αξιώματος
✦ (οικον.) έγγραφο με το οποίο δηλώνεται μια οικονομική αξία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.