τίμημα
Προφορά
Ετυμολογία
τίμημα αρχαία ελληνική τίμημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τίμημα
✦ η χρηματική αξία ενός πράγματος, αντίτιμο
✦ (μτφ. ) το κόστος ενέργειας ή στάσης, αντάλλαγμα: πολύ ακριβό τίμημα πληρώσαμε για τις σωτηρίες της (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–