τίλλω
Προφορά
Ετυμολογία
τίλλω αρχαία ελληνική τίλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τίλλω
✦ μαδώ τις τρίχες ή τα φτερά ή τα φύλλα: να σηκώσουν τα χέρια τους για να τίλλουν τις τρίχες της κεφαλής των (Κ. Τσάτσος)
✦ (για ύφασμα) ξεφτίζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–