τίθεμαι
Προφορά
Ετυμολογία
τίθεμαι αρχαία ελληνική τίθεμαι, μέσ. του τίθημι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τίθεμαι
✦ τοποθετούμαι· εύχρ. ιδ. σε φρ.: τίθεμαι επικεφαλής, μπαίνω πρώτος στη σειρά, προπορεύομαι· (μτφ. ) γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι – τίθεμαι εκτός νόμου, κηρύσσομαι παράνομος, μου απαγορεύεται η δράση· (κ. για πράγμα) η χρήση – τίθεμαι επί ποδός, κινητοποιούμαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–