τήρηση


τήρηση
Προφορά

Ετυμολογία
τήρηση αρχαία ελληνική τήρησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τήρηση

✦ διατήρηση, διαφύλαξη: τήρηση των εθίμων – των παραδόσεων
✦ συμμόρφωση με κάτι: τήρηση του νόμου – των υπεσχημένων

Συνώνυμα

Αντίθετα
παράβαση, αθέτηση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.