τήκω


τήκω
Προφορά

Ετυμολογία
τήκω αρχαία ελληνική τήκω

Ερμηνεία
ρήμα τήκω

✦ μετατρέπω στερεό σε ρευστό με την επίδραση της θερμότητας, λιώνω
(μτφ. ) φθείρω, μαραίνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.