τέχνη
Προφορά
Ετυμολογία
τέχνη αρχαία ελληνική τέχνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τέχνη
✦ ειδικότητα στην εκτέλεση χειρωνακτικού έργου
✦ επαγγελματική ικανότητα
✦ επάγγελμα
✦ εμπειρία από την άσκηση ορισμένου έργου
✦ (γεν.) ικανότητα, επιδεξιότητα, μαστοριά
✦ τέχνασμα, πονηριά, τερτίπι
✦ η έκφραση του ιδεώδους του ωραίου στα έργα του ανθρώπου
✦ δημιουργία καλλιτεχνημάτων, έργων με αισθητική αξία
✦ καλές τέχνες, αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική, ποίηση, μουσική, χορός
✦ έβδομη τέχνη, ο κινηματογράφος
✦ φρ. η τέχνη για την τέχνη, άποψη που θεωρεί ότι σκοπός της τέχνης είναι η έκφραση του ωραίου, και ότι η τέχνη δεν αποσκοπεί στη χρησιμότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–