τέρμα
Προφορά
Ετυμολογία
τέρμα αρχαία ελληνική τέρμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τέρμα
✦ τέλος, πέρας, τελικό σημείο χρόνου ή χώρου
✦ ο τελικός σκοπός, η κατάληξη δράσεως, ενέργειας
✦ τελευταίος σταθμός συγκοινωνιακής γραμμής
✦ φρ. τέρμα τ’ αστεία – τα δίφραγκα, για κάτι που δεν πρέπει να επαναληφθεί
✦ (αθλητ.) το σημείο όπου τελειώνει ο αγώνας δρόμου
✦ (σε αθλοπαιδιές) η εστία μιας ομάδας, η οριζόμενη από δοκάρια και δίχτυα περιοχή, που πρέπει να παραβιάσει ο αντίπαλος για να σημειώσει επιτυχία
✦ το γκολ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αρχή ,ξεκίνημα ,αφετηρία
Επιρρήματα
–