τέρας


τέρας
Προφορά

Ετυμολογία
τέρας αρχαία ελληνική τέρας (= φαινόμενο ασυνήθιστο)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τέρας

✦ καθετί διαπλασμένο όχι φυσιολογικά
✦ έκτρωμα
✦ καθετί το εξαιρετικό, το υπερφυσικό
(μτφ. ) άνθρωπος διεστραμμένος, ή πολύ άσχημος
✦ φρ. τέρατα και σημεία, συμβάντα που προκαλούν κατάπληξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.