τέρα


τέρα
Προφορά

Ετυμολογία
τέρα └γαλλ┘ terre

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τέρα

✦ οικογένεια φυσικών μεταλλικών χρωστικών που λαμβάνονται από πετρώματα, έχουν τόνο γενικώς λιγότερο ζωντανό απ’ αυτόν των συνθετικών χρωστικών, και αποτελούνται συν. από οξείδια του σιδήρου που στερεώνονται με αργιλικά ορυκτά: αφαίρεσαν λοιπόν… από την παλέτα τους το μαύρο, τα καφετιά και τις τέρες (Ν. Χατζηκυριάκος – Γκίκας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.