τέμπο


τέμπο
Προφορά

Ετυμολογία
τέμπο └ιταλ┘tempo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το τέμπο

✦ ρυθμός
✦ φρ. με το τέμπο του, χωρίς να βιάζεται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.