τέμπερα


τέμπερα
Προφορά

Ετυμολογία
τέμπερα └ιταλ┘tempera

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τέμπερα

✦ είδος ζωγραφικής με χρώματα διαλυμένα σε κόλλα ή ανακατεμένα με κρόκο ή και ασπράδι αβγού
✦ (συνεκδ.) πίνακας ζωγραφικής που έχει ζωγραφιστεί με τέτοια χρώματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.