τέμνω


τέμνω
Προφορά

Ετυμολογία
τέμνω αρχαία ελληνική τέμνω

Ερμηνεία
ρήμα τέμνω

✦ κόβω, χωρίζω σε κομμάτια, σχίζω
✦ φρ. τέμνω νέας οδούς, εισάγω νέες μεθόδους, νεοτερίζω
✦ θηλ. μτχ. ενεστ. τέμνουσα ως ουσ., τριγωνομετρικός αριθμός μιας γωνίας
✦ (γεωμ.) ευθεία που συναντάται με άλλη ευθεία ή επίπεδο σ’ ένα τουλάχιστον σημείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.