τέλειος
Προφορά
Ετυμολογία
τέλειος αρχαία ελληνική τέλειος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τέλειος -α, -ο
✦ που έφθασε στον ανώτατο βαθμό εξέλιξης ή προαγωγής, που δεν παρουσιάζει μειονεκτήματα ή ελαττώματα, πλήρης, εντελής
✦ ουδ. το τέλειο(ν) ως ουσ., η τελειότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ατελής
Επιρρήματα
τέλεια, με τελειότητα, άρτια, άριστα:το εργαστήριο είναι τέλεια εξοπλισμένο, κ.τελείως, εντελώς:είναι τελείως αγράμματος – έμεινε τελείως αδιάφορος