τέκνο
Προφορά
Ετυμολογία
τέκνο └αγγλ┘techno, από το techno-logical
Ερμηνεία
επίθετο
└άκλιτο┘ τέκνο η
✦ είδος μουσικής που χαρακτηρίζεται από τη χρήση του σινθεσάιζερ για την παραγωγή ήχων, από γρήγορο και βαρύ χορευτικό ρυθμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–