τάχιστος
Προφορά
Ετυμολογία
τάχιστος αρχαία ελληνική τάχιστος, υπερθετικός βαθμός του επιθέτου ταχύς
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τάχιστος -η, -ο
✦ υπερθετ. του ταχύς (βλ. λ.) , ταχύτατος: με τάχιστες, έντιμες και υπό αξιόπιστη υπηρεσιακή κυβέρνηση διενεργούμενες εκλογές (Καθημερινή)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
τάχιστα