τάφος


τάφος
Προφορά

Ετυμολογία
τάφος αρχαία ελληνική τάφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τάφος

✦ λάκκος στη γη, χώρος λαξευτός ή κτιστός, όπου θάβεται ο νεκρός, το μνήμα: και χάμου δυο μέτρα μες το χώμα τάφοι (Κ. Βάρναλης)
✦ επιτάφιο μνημείο ή κενοτάφιο
(μτφ. ) τόπος στον οποίο εγκλωβίζεται κάποιος και πεθαίνει: το ορυχείο έγινε ο τάφος τους
✦ υγρός τάφος, (μτφ. ) η θάλασσα, λίμνη κτλ. όπου βρίσκει κανείς το θάνατο
(μτφ. ) τέλεια καταστροφή
✦ (για πρόσ.) εχέμυθος
✦ φρ. σιωπή τάφου, απόλυτη σιωπή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.