τάσσω


τάσσω
Προφορά

Ετυμολογία
τάσσω αρχαία ελληνική τάσσω

Ερμηνεία
ρήμα τάσσω

✦ βάζω, τοποθετώ στην κατάλληλη θέση
✦ ορίζω, προσδιορίζω
✦ (μέσ.) τάσσομαι, πηγαίνω με το μέρος κάποιου
✦ αφοσιώνομαι σε κάποιον ή κάτι: άγρυπνοι εδώ φρουροί του από αιώνες ταχτήκαμε (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.