τάση


τάση
Προφορά

Ετυμολογία
τάση αρχαία ελληνική τάσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τάση

✦ έκταση, τέντωμα: τάση των χειρών
(μτφ. ) διάθεση, ροπή: έχει μια τάση προς την αντιλογία
✦ κατεύθυνση προς την οποία εξελίσσεται κάτι: ανοδική τάση των τιμών
✦ (πολιτ.) κοινός ιδεολογικός προσανατολισμός μιας ομάδας προσώπων μέσα σ’ ένα κόμμα, κίνηση κτλ.
✦ (πολιτ.) προτίμηση: τάση του εκλογικού σώματος
✦ (ηλεκτρ.) διαφορά ηλεκτρικού δυναμικού: ρεύμα υψηλής τάσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.