τάρταρα


τάρταρα
Προφορά

Ετυμολογία
τάρταρα αρχαία ελληνική τάρταρα, πληθ. του Τάρταρος, ὁ, μυθ. σκοτεινή άβυσσος

Ερμηνεία
τάρταρα

✦ ουσ. ο Άδης, η κόλαση: δε χάνομαι στα τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.