τάο
Προφορά
Ετυμολογία
τάο κινεζ. tao (= οδός, ορθός τρόπος ζωής)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το τάο
✦ στον κομφουκισμό, ηθική έννοια που δηλώνει τον σωστό τρόπο ζωής
✦ στον ταοϊσμό, υπερφυσική έννοια που δηλώνει την απόλυτη αρχή που διέπει τον κόσμο, το θεμελιώδες υπόβαθρο του κόσμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–