σύσφιγξη


σύσφιγξη
Προφορά

Ετυμολογία
σύσφιγξη μεταγενέστερη ελληνική σύσφιγξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σύσφιγξη

✦ γερό σφίξιμο
(μτφ. ) δημιουργία στενής επαφής: η σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ των βαλκανικών χωρών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.