σύστημα


σύστημα
Προφορά

Ετυμολογία
σύστημα αρχαία ελληνική σύστημα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σύστημα

✦ σύνολο πραγμάτων του οποίου τα μέρη βρίσκονται μεταξύ τους σε στενή σχέση ενότητας, αλληλεξαρτήσεως κτλ.
✦ μέθοδος, τρόπος ενέργειας, κατασκευής, συνθέσεως, λειτουργίας
✦ σύνολο ιδεών, θεωριών, αρχών, πρακτικών κτλ. που αναφέρονται σε μια ειδική ή ιδιαίτερη μορφή διακυβέρνησης, θρησκείας, φιλοσοφίας κτλ.: δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης – φιλοσοφικό σύστημα
✦ σύνολο μεθόδων, πρακτικών, κανόνων που έχουν καθιερωθεί και επικρατήσει στην πολιτική, οικονομική ή κοινωνική ζωή ιδ. όταν θεωρούνται ότι ασκούν καταπίεση: εχθρός του συστήματος – οφείλεις να συμμορφωθείς με το σύστημα
(βιολ.) σύνολο ιστών ή οργάνων που έχουν την ίδια δομή ή εκτελούν την ίδια φυσιολογική λειτουργία: νευρικό – κυκλοφοριακό – αναπνευστικό σύστημα
✦ μέθοδος ταξινόμησης των μελών ενός συνόλου με βάση κοινά χαρακτηριστικά
✦ (αστρον.) σύνολο δύο ή περισσότερων ουράνιων σωμάτων που συνδέονται μέσω των αμοιβαίων ελκτικών τους δυνάμεων και περιφέρονται γύρω από ένα κέντρο
✦ (τεχνολ.) σύνολο πραγμάτων, συσκευών, μηχανημάτων κτλ. που συνδέονται μεταξύ τους για ένα ειδικό σκοπό, όπως τα μέρη ενός μηχανισμού, δικτύου κτλ.
✦ φρ. κατά σύστημα ή εκ συστήματος, με τρόπο μεθοδικά προκαθορισμένο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.