σύσπαστο


σύσπαστο
Προφορά

Ετυμολογία
σύσπαστο └ουδ┘ του επιθέτου σύσπαστος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σύσπαστο

✦ απλή μηχανή αποτελούμενη από δύο τροχαλίες, που χρησιμεύει για την ανύψωση βαριών αντικειμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.