σύρμα


σύρμα
Προφορά

Ετυμολογία
σύρμα αρχαία ελληνική σύρμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σύρμα

✦ μεταλλικό νήμα με μικρή συνήθως διάμετρο
✦ πληθ. σύρματα, τα συρματοπλέγματα
✦ η λ. ως συνθηματικό επιφώνημα που προειδοποιεί κάποιον για κάτι· προειδοποίηση: έπεσε σύρμα ότι έρχεται η αστυνομία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.