σύριγγα


σύριγγα
Προφορά

Ετυμολογία
σύριγγα αρχαία ελληνική σῦριγξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σύριγγα

✦ σφυρίχτρα
✦ το σουραύλι |(ιατρ.) σωληνοειδές όργανο για ενέσεις φαρμακευτικών διαλυμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.