σύξυλος
Προφορά
Ετυμολογία
σύξυλος σύν + ξύλο
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σύξυλος -η, -ο
✦ μαζί με όλα τα ξύλα του, χωρίς να περισωθεί τίποτα: το καράβι χάθηκε σύξυλο
✦ (μτφ. για πρόσ.) στερημένος απ’ όλα, καταστραμμένος
✦ φρ. μένω σύξυλος, κατάπληκτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
σύξυλα