σύνολο
Προφορά
Ετυμολογία
σύνολο αρχαία ελληνική σύνολον, └ουδ┘ του επιθέτου σύνολος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σύνολο
✦ πλήθος προσώπων ή πραγμάτων, που λαμβάνονται ως ενιαία ολότητα
✦ φρ. εν τω συνόλω, ολικά, γενικά – στο σύνολο, ο ολικός αριθμός προσώπων ή πραγμάτων: ο λαός στο σύνολό του αντιστάθηκε στην τυραννία – οι μαθητές αυτού του Γυμνασίου στο σύνολό τους προέρχονται από αγροτικές οικογένειες
✦ (μαθημ.) ομάδα πραγματικών ή φανταστικών στοιχείων με κοινή χαρακτηριστική ιδιότητα: το σύνολο των πραγματικών αριθμών
✦ (μαθημ.) θεωρία των συνόλων, κλάδος των μαθηματικών που μελετά τα σύνολα
✦ (για ενδύματα) ενδυμασία που αποτελείται από δύο ή περισσότερα κομμάτια που συνδυάζονται μεταξύ τους και φοριούνται μαζί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–