σύνθετος
Προφορά
Ετυμολογία
σύνθετος αρχαία ελληνική σύνθετος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σύνθετος -η, -ο
✦ ο αποτελούμενος από πολλά μέρη, πολυμερής, πολύπλοκος
✦ ουδ. το σύνθετο(ν) ως ουσ., λέξη που προκύπτει από τη σύνθεση άλλων
✦ είδος επίπλου που αποτελείται από πολλά κομμάτια ή είναι ενιαίο για πολλαπλές χρήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απλός
Επιρρήματα
–