σύνθεση
Προφορά
Ετυμολογία
σύνθεση αρχαία ελληνική σύνθεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σύνθεση
✦ αρμονική σύνδεση μερών για την αποτέλεση ενός συνόλου
✦ ο τρόπος της σύνδεσης αυτής
✦ υφή, σύσταση
✦ ο απαρτισμός καλλιτεχνικού ή λογοτεχνικού έργου από τα στοιχεία του
✦ (ειδ.) η τέχνη της δημιουργίας μουσικού έργου και το ίδιο το μουσικό έργο
✦ (γλωσσολ.) ένωση δύο ή περισσότερων λέξεων σε μία
✦ (λογ.) συλλογιστικός τρόπος, κατά τον οποίο από τις γενικότητες (τις αρχές) προχωρούμε στα επιμέρους
✦ (χημ.) η παραγωγή νέου σώματος από την ένωση, σε ορισμένες αναλογίες, άλλων απλούστερων σωμάτων
✦ η συναρμολόγηση τυπογραφικών στοιχείων
✦ σχολική έκθεση ιδεών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–