σύνεργο


σύνεργο
Προφορά

Ετυμολογία
σύνεργο μεταγενέστερη ελληνική σύνεργον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σύνεργο

✦ εργαλείο
✦ στον πληθ. σύνεργα, το σύνολο των εργαλείων που απαιτούνται ή που χρησιμοποιεί ένας τεχνίτης για να εκτελέσει μια εργασία: τα σύνεργα του μάστορα – του πήρε από τα χέρια τα σύνεργα της χτιστικής (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.