σύνδρομο
Προφορά
Ετυμολογία
σύνδρομο αρχαία ελληνική σύνδρομον, └ουδ┘ του επιθέτου σύνδρομος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σύνδρομο
✦ σύνολο συμπτωμάτων, σημείων ή ανωμαλιών που χαρακτηρίζουν μια παθολογική κατάσταση συν. άγνωστης αιτιολογίας
✦ (μτφ. ) η λ. για να χαρακτηρίσει αρνητικά ένα σύνολο συνδυασμένων συναισθημάτων και ενεργειών που συγκροτούν έναν ευκόλως αναγνωρίσιμο τύπο συμπεριφοράς: καταναλωτικό σύνδρομο – εθνικιστικό σύνδρομο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–