σύνδικος


σύνδικος
Προφορά

Ετυμολογία
σύνδικος αρχαία ελληνική σύνδικος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σύνδικος

✦ επίτροπος των υποθέσεων ομάδας, εταιρείας, σωματείου, κοινότητας κτλ.
✦ σύνδικος πτωχεύσεως, επίτροπος στον οποίο ανατίθεται η διαχείριση της περιουσίας προσώπου που πτώχευσε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.