σύνδεσμος
Προφορά
Ετυμολογία
σύνδεσμος αρχαία ελληνική σύνδεσμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σύνδεσμος
✦ καθετί που συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα
✦ ένωση ανθρώπων που επιδιώκουν κοινό σκοπό, σύλλογος, συνασπισμός
✦ (ανατομ.) δέσμη ινώδους ιστού που συνδέει και συγκρατεί τα μέρη μιας αρθρώσεως
✦ (γραμμ.) άκλιτη λέξη που συνδέει λέξεις ή προτάσεις
✦ (στρατ.) έμψυχο ή τεχνικό μέσο επικοινωνίας γειτονικών στρατιωτικών μονάδων: κρατούσαμε όλους τους στρατιωτικούς κανόνες, με οπισθοφυλακές, πλαγιοφυλακές, συνδέσμους (Διδώ Σωτηρίου)
✦ (συνεκδ.) πρόσωπο που εξασφαλίζει την επικοινωνία ανάμεσα σε παράνομες πολιτικές, στρατιωτικές οργανώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–