σύνδεση


σύνδεση
Προφορά

Ετυμολογία
σύνδεση αρχαία ελληνική σύνδεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σύνδεση

✦ ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συναρμογή
✦ η ένωση συσκευής με δίκτυο παροχής ενέργειας: σύνδεση της ηλεκτρικής κουζίνας
✦ επικοινωνία ανάμεσα σε δύο απομακρυσμένα σημεία με συγκοινωνιακά, ραδιοηλεκτρικά ή τηλεφωνικά κτλ. μέσα: αεροπορική – σιδηροδρομική σύνδεση – τηλεγραφική σύνδεση – τηλεφωνική σύνδεση – τηλεοπτική σύνδεση
✦ συσχετισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.