σύμπτωση


σύμπτωση
Προφορά

Ετυμολογία
σύμπτωση αρχαία ελληνική σύμπτωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σύμπτωση

✦ συνταύτιση: σύμπτωση απόψεων
✦ συγχρονισμός, ταυτόχρονη εμφάνιση δύο γεγονότων
✦ τυχαίο περιστατικό: η συνάντησή μας οφειλόταν σε σύμπτωση
✦ φρ. κατά σύμπτωση, κατά τύχη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.