σύμπλοκος
Προφορά
Ετυμολογία
σύμπλοκος μεταγενέστερη ελληνική σύμπλοκος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σύμπλοκος -η, -ο
✦ σύμπλοκες ενώσεις, ενώσεις που αποτελούνται συν. από ένα άτομο μετάλλου που συνδέεται με μη μεταλλικά άτομα, ιόντα, ρίζες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–