σύλληψη
Προφορά
Ετυμολογία
σύλληψη αρχαία ελληνική σύλληψις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σύλληψη
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση προσώπου ή ζώου
✦ ο σχηματισμός στο νου, επινόηση: σύλληψη σχεδίου – προγράμματος
✦ (για γυναίκα) γονιμοποίηση, εγκυμοσύνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–