σόου


σόου
Προφορά

Ετυμολογία
σόου └αγγλ┘show

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σόου

✦ θεατρική ή μουσική παράσταση
✦ (γεν.) θέαμα
✦ ψυχαγωγικό πρόγραμμα στην τηλεόραση με ποικίλο περιεχόμενο
(μτφ. ) επιδεικτική, δημόσια εμφάνιση κάποιου (ιδ. δημοσίου προσώπου): το σόου του υπουργού μπροστά στις κάμερες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.