σόι
Προφορά
Ετυμολογία
σόι └τουρκ┘soy
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σόι
✦ γένος, καταγωγή
✦ (ειδ.) ευγενής καταγωγή
✦ το σύνολο των συγγενών, το συγγενολόι
✦ (για ζώα και φυτά) ράτσα, ποικιλία
✦ (γεν.) είδος, ποιόν: τι σόι πράμα είναι δεν μπορεί κανείς να καταλάβει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–